- συνειμαρμένα
- συν-ειμαρμένα, τά, das vom Schicksal mit od. zugleich Verhängte
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συνειμαρμένα — σύν μείρομαι receive as one s portion perf part mp neut nom/voc/acc pl συνειμαρμένᾱ , σύν μείρομαι receive as one s portion perf part mp fem nom/voc/acc dual συνειμαρμένᾱ , σύν μείρομαι receive as one s portion perf part mp fem nom/voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνείμαρται — Α απρόσ. 1. είναι επίσης καθορισμένο από τη μοίρα 2. (το ουδ. πληθ. μτχ. ως ουσ.) τὰ συνειμαρμένα αυτά που έχουν επίσης καθοριστεί από τη μοίρα («ἔστι τε εἱμαρμένα τρόπον τινὰ καὶ ταῡτα... ἐκείνοις συνειμαρμένα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * +… … Dictionary of Greek